πανεπιστήμων

πανεπιστήμων
-ον, ΝΑ
αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης
νεοελλ.
κάτοχος πολλών επιστημών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἐπιστήμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανεπιστήμων — all knowing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεπιστήμονος — πανεπιστήμων all knowing gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστημοσύνη — η η ιδιότητα τού πανεπιστήμονα, η ευρεία και σχεδόν καθολική γνώση τών επιστημών, η παντογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανεπιστήμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”